κρυοφόρο

κρυοφόρο
το
φυσ. συσκευή με τη βοήθεια τής οποίας το νερό οδηγείται σε πήξη λόγω απώλειας θερμότητας η οποία προέρχεται από την ίδια την εξάτμισή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”